-
1 στρατός
A army, host.ἀνὰ στρατόν Il.1.53
, 384, al.; κατὰ ς. ib. 318, al.;ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ 13.308
, cf. 326;κατὰ σ. εὐρὺν Ἀχαιῶν 1.229
, al.;ἐνὶ στρατῷ 14.371
; ; [dialect] Ep. gen.στρατόφι 10.347
; σ. ἀνδρῶν a military force, Hdt.1.53; without ἀ., SIG1 (Abu Simbel, vi B.C.); of a naval force,σ. ναυβάτας A.Ag. 987
(lyr.); (anap.);νηΐτης Th.4.85
;ναυτικός Id.7.71
, A.Ag. 634; σ. ἰππήων, πέσδων, νάων, Sapph. l.c.; in Prose it is to be supplied with ὁ πεζός, ὁ ναυτικός, Hdt.8.130, etc., cf. 7.124 andπεζὸς στρατός A.Pers. 728
(troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατός
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский